- πολύκωλος
- πολύ-κωλος, ον,A of many clauses,
περίοδοι Demetr.Eloc. 252
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περίοδοι Demetr.Eloc. 252
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύκωλος — ον, Α (για ποιητ. μέτρα και συντ. περιόδους) αυτός που αποτελείται από πολλά κώλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κῶλον «τμήμα περιόδου ή στίχου» (πρβλ. ισό κωλος)] … Dictionary of Greek
πολύκωλοι — πολύκωλος of many clauses masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)